αναθλώ

αναθλώ
ἀναθλῶ (-άω) (Α)
συνθλίβω, σπάω σε κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θλῶ.
ΠΑΡ. ἀνάθλασις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάθλαση — η (Α ἀνάθλασις) [άναθλῶ] σύνθλιψη, σπάσιμο, ζούληγμα αρχ. έκθλιψη …   Dictionary of Greek

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”